- ἐπικαταστρέφω
- ἐπι-κατα-στρέφω, darauf umwenden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικαταστρέφω — ἐπικαταστρέφω (Μ) αναποδογυρίζω κάτι και τό τοποθετώ πάνω σε άλλο … Dictionary of Greek
προσεπικαταστρέφω — Α καταστρέφω, ανατρέπω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικαταστρέφω «αναποδογυρίζω»] … Dictionary of Greek